Περιγραφή
Ένας χοροπηδούσε με πολεμικές ιαχές πάνω σ’ ένα πράγμα σαν ανεμολόγιο που είχε ξεκολλήσει με τη βοήθεια ενός λάσου από το πιο ψηλό δοκάρι στη στέγη του γείτονα. Ένας άλλος εξασκούνταν στον πολεμικό χορό πάνω στο γιγάντιο θερμόμετρο κήπου του γείτονα. Κάποιος σκαρφαλωμένος σε μια σκάλα κατουρούσε στο εχθρικό παρτέρι με τα κολοκυθάκια. Ένας χοροπηδούσε στο όριο του οικοπέδου του και λιάνιζε την εχθρική ατμόσφαιρα μ’ έναν βούρδουλα που σφύριζε πιο δυνατά κι από μαστίγιο τσίρκου. Ένας άλλος πάλι είχε ανάψει δίπλα στη γραμμή του μετώπου μια φωτιά με ένας θεός ξέρει τι είδους σκουπίδια και εκσφενδόνιζε τον βρομερό καπνό προς την κατεύθυνση του εχθρού με μια από κείνες τις μηχανές της κολάσεως, που συνήθως στροβιλίζουν για άγνωστους λόγους στους δρόμους, και όχι μόνο εκεί, τα ξερά φύλλα μαζί με τη σκόνη και κάθε είδους σκουπίδια και τα εκτινάσσουν στην ατμόσφαιρα. Ήταν μια εποχή συντέλειας. Αλλά την είχαν συνηθίσει. Δεν θα τελείωνε ποτέ.»
Η ιστορία ενός αργόσχολου ηθοποιού, μια και μόνο μέρα, από το πρωί μέχρι αργά τη νύχτα. Περπατώντας σε μια μεγαλούπολη το καλοκαίρι, από τις παρυφές μέχρι τα ποικίλα κέντρα της. Συναντήσεις με δρομείς, αστέγους, ιδιότυπα ζευγάρια, έναν ιερέα, αστυνομικούς. Μια πορεία μέσα από διαμάχες και εχθροπραξίες γειτόνων, μπρος σε τεράστιες οθόνες με πολιτικούς, έπειτα ανάμεσα σε επιβάτες του μετρό από κάποιον άλλο κόσμο.
Αστραποβόλημα στο κέντρο της πόλης. Και το πρόσωπο μιας γυναίκας.