Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ ΤΟΥ 18ου ΚΑΙ 19ου ΑΙΩΝΑ: ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ – ΓΛΥΠΤΙΚΗ

Original price was: 26.50 €.Η τρέχουσα τιμή είναι: 19.88 €.

ISBN 9602881313
Διαστάσεις 21 × 29 cm
Εξώφυλλο

ΜΑΛΑΚΟ

Συγγραφέας

Εκδόσεις

Έτος έκδοσης

2008

Σελίδες

232

HM. Κυκλοφορίας

01-01-2008

Αποστολή εντός 2-5 εργάσιμων ημερών. Κατόπιν διαθεσιμότητας στον εκδότη.

-25%

ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ
Εκδόσεις:ΒΑΝΙΑΣ
Κωδικός προϊόντος: 109561 Κατηγορία:

Περιγραφή

Πρόλογος – Ευχαριστίες
Η ιστορία της Νεότερης Τέχνης στην Ελλάδα έχει διανύσει μέχρι σήμερα μια πορεία τριών περίπου αιώνων, από τα μέσα δηλαδή του 18ου αιώνα και μετά. Σύμφωνα με τους περισσότερους μελετητές ο 18ος αιώνας είναι εκείνος που επέφερε τις αλλαγές στα Επτάνησα αρχικά, που ως βενετοκρατούμενες περιοχές δέχτηκαν σε ευρεία κλίμακα τις αναγεννησιακού τύπου εικαστικές αλλαγές, οι οποίες προο δευτικά μεταλαμπαδεύτηκαν και στον υπόλοιπο ελληνικό χώρο.
Η αναζήτηση ωστόσο των αφετηριών της Νεοελληνικής Τέχνης δεν είναι εύκολη υπόθεση. Γι’ αυτό άλλωστε παρατηρούνται σοβαρές αποκλίσεις στον καθορισμό των ορίων της από τους Έλληνες ιστο ρικούς της τέχνης. Αν αποδεχτούμε ως θεμελιώδεις αρχές εκείνες που καθορίζουν το είδος των μετα βολών (όπως η εκκοσμίκευση της θρησκευτικής τέχνης, η αλλαγή της τεχνοτροπίας προς την κατεύ θυνση μιας τέχνης αναγεννησιακού τύπου με μορφές που βασίζονται στην ορθή ανατομία, στο σκιο φωτισμό και στην προοπτική αλλά και στη δημιουργία μιας ατμόσφαιρας με σύγχρονο και επίκαιρο πολλές φορές χαρακτήρα), η Νεοελληνική Τέχνη τοποθετείται σε μια περίοδο όπου παρατηρούνται ουσιώδεις μεταβολές στον τρόπο πρόσληψης της οπτικής πραγματικότητας με βάση τις νέες και τις σύγχρονες αντιλήψεις για τη σημασία και το νόημα της εικόνας.
Οι λόγοι και οι αιτίες των μεταβολών αυτών τους οποίους άλλωστε και ο συγγραφέας αυτής της μελέτης αποδέχεται- μπορούν να συνοψιστούν ως εξής: ο 18ος είναι ο αιώνας της αφύπνισης της εθνικής συνείδησης που αναπόφευκτα θα οδηγήσει στη δημιουργία της έννοιας του «Νεοέλληνα»- και της οικονομικής ανόρθωσης του υπόδουλου γένους, η οποία προωθείται από τις ισχυρές κοινότητες τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό είναι ο αιώνας που επέφερε το δυτικό προσανατολισμό της ελλη-νικής κοινωνίας. Για πρώτη φορά η Τέχνη αποκτά κοσμικό χαρακτήρα και οι παραστάσεις γίνονται ολοένα και πιο ρεαλιστικές. Αυτονόητο είναι ότι η Ελληνική Επανάσταση θα επιταχύνει αυτή την εξέλιξη, ενώνοντας τις γεωγραφικές περιοχές και συνδυάζοντας διάφορα εικαστικά είδη δυτικής και ανα τολικής προέλευσης, τη λαϊκή και τη θρησκευτική τέχνη, σε μια γλώσσα που με τον καιρό θα καταστεί η «κοινή» γλώσσα των καλλιτεχνών για βασικά σημεία (όπως το θέμα, η τεχνοτροπία και το νόημα), που είχε ως αποτέλεσμα να προσελκύσει το ευρύτερο ελληνικό κοινό.
Για τη Νεοελληνική Τέχνη η ύπαρξη μιας ισχυρής εικαστικής παράδοσης, όπως ήταν η μεταβυζαντινή τέχνη που επιβίωνε σε μοναστικά κέντρα και αστικές περιοχές, αλλά και το γεγονός ότι ο Ελληνισμός βρι σκόταν υπό μακραίωνη οθωμανική κυριαρχία και δεν είχε καμία σχεδόν πρόσβαση στην τέχνη της Δύσης, αποτέλεσαν στοιχεία που καθυστέρησαν σημαντικά την προσαρμογή της στα ευρωπαϊκά πρότυπα.
Η μεταβυζαντινή τέχνη ήταν μια καλλιτεχνική έκφραση του ελληνικού κόσμου με μακρά διάρκεια, που η έναρξή της ανάγεται στην Άλωση της Κωνσταντινούπολης και παρά το συντηρητικό της χαρακτήρα κατόρθωσε να ανανεώνει τα εκφραστικά της μέσα, αντανακλώντας το πνεύμα μιας εσωστρεφούς και ιδεολογικά περιχαρακωμένης χριστιανικής κοινωνίας.
Η τέχνη αυτή δέχτηκε ποικίλες επιρροές και επιδράσεις, οι οποίες με την πάροδο των χρόνων γίνονται ισχυρότερες, παρουσιάζοντας κλιμάκωση ανάλογη με τα ιστορικά γεγονότα. Οι επιδράσεις αυτές ήταν πιο έντονες στην Κρήτη και τα Επτάνησα, και μέχρι τη Σχολή του Μονάχου ήταν εκείνες που προ σέδωσαν στη Νεοελληνική Τέχνη νεωτερικό χαρακτήρα.
Η περίοδος αυτή είναι μια μεταβατική περίοδος και ως τέτοια παρουσιάζει αντιφάσεις και εγγενείς δυσκολίες στη μελέτη της, ενώ ταυτόχρονα εγείρονται ποικίλα ερωτήματα στα οποία πρέπει να δοθούν
απαντήσεις, αναγνωρίζοντας εξαρχής ότι η έρευνα οφείλει να προχωρήσει σε βάθος και σε μεγάλη έκταση.
Η παρούσα εργασία δεν θα είχε ολοκληρωθεί χωρίς τη σύμπραξη διευθυντών μουσείων και πινακοθηκών αλλά και την παραχώρηση φωτογραφικού και αρχειακού υλικού.
[…]